- κρημνῶδες
- κρημνώδηςprecipitousmasc/fem voc sgκρημνώδηςprecipitousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρημνώδης — ες (AM κρημνώδης, ῶδες) αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο γεμάτος γκρεμούς, απότομος («τὸ κρημνῶδες τῆς ἑκατέρωθεν ὄχθης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ώδης] … Dictionary of Greek
οθρυόεν — ὀθρυόεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀθρυόεν τραχύ, ὑλῶδες, δασύ, κρημνώδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄθρυν + κατάλ. όεις, όεν] … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
κάβος — ο (λ. ισπαν.), ακρωτήριο ψηλό και κρημνώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)